ψυκτηρίδιον

ψυκτηρίδιον
ψυκτηρίδιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψυκτηρίδιον — τὸ, Α υποκορ. ψυκτικό σκεύος κρασιού μικρού μεγέθους, ψυκτήριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυκτήρ + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. ξυστηρ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • ψυκτηριδίῳ — ψυκτηρίδιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτήριον — τὸ, Α [ψυκτήρ] 1. υποκορ. ψυκτηρίδιον* 2. στον πληθ. τὰ ψυκτήρια σκιεροί, δροσεροί τόποι κατάλληλοι για αναψυχή, ψυκτήρες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”